ὑπερφαίνω

ὑπερφαίνω
ὑπερφαίνομαι
appear
pres subj act 1st sg
ὑπερφαίνομαι
appear
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερφαίνω — ΜΑ [φαίνω, φαίνομαι] (ενεργ και κυρίως το μέσ.) ὑπερφαίνομαι είμαι, αναδεικνύομαι ανώτερος από άλλον («οὐχ ὑψηλὸς ἐκεῑνος ὅς, ἂν μὴ καταβάλῃ τοὺς πλησίον, οὐχ ὑπερφαίνεται», Θεμιστ.) αρχ. 1. φανερώνομαι ή φαίνομαι πιο ψηλά ή πιο πάνω από κάτι (α …   Dictionary of Greek

  • υπέρφασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερφαίνω, ομαι] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, μεγαλορρημοσύνη» …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερφανής — ές, ΜΑ [ὑπερφαίνω, ομαι] ο ὑπερφαής* αρχ. αυτός που φαίνεται πιο ψηλά από τους άλλους, που τούς ξεπερνάει στο ύψος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”